-
1 Λυκιοεργής
A of Lycian workmanship, προβόλους Λυκιοεργέας ( λυκοεργέας and λυκεργέας codd.) Hdt.7.76 (quoted by Ath.11.486d);Λυκιουργεῖς φιάλαι D.49.31
, cf. Poll.6.97: called βατιάκαι Λυκιουργοί in Epist.Alex. ap. Ath.11.784b (- ουργεῖς corr. Schw.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λυκιοεργής
См. также в других словарях:
λυκιοεργής — και συνηρ. τ. λυκιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος κατά τον τρόπο τών Λυκίων (α. «ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας εἶχον σμικράς, καὶ προβόλους δύο λυκιοεργέας ἕκαστος εἶχε», Ηρόδ. β. «λυκιουργεῑς φιάλαι», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκιος + εργής (< ἔργον)] … Dictionary of Greek